φαρμακεύς

φαρμακεύς
φαρμακεύς, έως, ὁ (φάρμακον; Soph., Trach. 1140; Pla., Symp. 203d γόης καὶ φαρμ.; Philo, Det. Pot. Ins. 38 [otherw. φαρμακευτής, so also Just., A II, 6, 6]; Jos., Vi. 149f; Orig., C. Cels. 3, 46, 27. Whether poison is implied depends on the context) maker of potions, magician Rv 21:8 t.r. (so Tdf. app., based on Erasmus’ 2d ed. 1519; the 1st ed. 1516 has the correct rdg; s. RBorger, GGA 143; s. φάρμακος 2).—DELG s.v. φάρμακον.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φαρμακεύς — poisoner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακεύς — έως, ὁ, ΜΑ αυτός που παρασκευάζει και χορηγεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα αρχ. παρασκευαστής και πωλητής φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + κατάλ. εύς (πρβλ. κεραμ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακεῖς — φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) φαρμακεύς poisoner masc acc pl φαρμακεύς poisoner masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακέων — φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) φαρμακεύς poisoner masc gen pl φαρμακέω̆ν , φαρμακεύς poisoner masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακέως — φαρμακέω̆ς , φαρμακεύς poisoner masc gen sg φαρμακεύς poisoner masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλαιος — ἔλαιος, ο (AM) άγρια ελιά, αγριελιά, κότινος αρχ. 1. (οξύτ. ἐλαιός) πουλί, πιθ. είδος αιγιθάλου, μελισσοφάγου 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαρμακεύς» ροδιακή λέξη …   Dictionary of Greek

  • ελαιοχύτης — ἐλαιοχύτης, ο δωρ. τ. ἐλαιοχύτας (Α) 1. υπηρέτης που χορηγούσε το λάδι στα γυμνάσια (γυμναστήρια) 2. (κατά τον Ησύχιο) «φαρμακεὺς παρὰ Ῥοδίοις» …   Dictionary of Greek

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

  • φαρμακτήρ — ῆρος, ὁ, Α δηλητηριαστής, φαρμακεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάσσω + επίθημα τήρ (πρβλ. φυλακ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ԴԵՂԱՏՈՒ — (ի, աց.) NBH 1 0608 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c ա. φαρμακεύς confector medicamentorum եւ veneficus, facinator Տուօղ զդեղ, մանաւանդ զմահադեղ, կամ զկախարդական բժժանս. կախարդ. ամոքիչ. *Մի՛ առցէ դեղ ի դեղատուէ իմաստնոյ. Սղ. ՟Ծ՟Է …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԿԱԽԱՐԴ — (ի, աց.) NBH 1 1034 Chronological Sequence: Early classical գ.ա. φαρμακός, φαρμακεύς fascinator, praestigiator, veneficus γόης incantator եւն. Դիւթ. կիւս. վհուկ. մոգ. սուտ եւ խարդախ մարգարէ. դեղատու. թովիչ. խաբօղ լսելեաց եւ աչաց դիւական… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”